κοχλιός

κοχλιός
και χοχλιός, ο (AM κοχλιός)
ο κοχλίας, το σαλιγκάρι
αρχ.
βίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + κατάλ. -ιός (πρβλ. θαλαμ-ιός, χαραδρ-ιός). Ο τ. χοχλιός < κοχλιός, με προληπτική αφομοίωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοχλιός — κοχλιός, ο και χοχλιός, ο κοχλίας, σαλιγκάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοχλιός — Gloss. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλιοί — κοχλιός Gloss. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλιοῦ — κοχλιός Gloss. masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… …   Dictionary of Greek

  • κόχλος — (I) ο (AM κόχλος) 1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή τής πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ… …   Dictionary of Greek

  • πιλός — Α (κατά τον Ησύχ.) «κοχλιός». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • χοχλιός — ο, Ν βλ. κοχλιός …   Dictionary of Greek

  • κοχλιῶν — κόχλιας snail with a spiral shell masc gen pl κοχλίας masc gen pl κοχλιός Gloss. masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”